- λαγωνικός
- -ή, -ό (Μ λαγωνικός, -ή, -όν)1. (για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς2. το ουδ. ως ουσ. το λαγωνικό(ν)παραλλαγή κυνηγετικού σκυλιού που χρησιμεύει ιδίως για το κυνήγι λαγών και το οποίο έχει λεπτό και μακρύ σώμα, κοντό τρίχωμα, μακριά πόδια και είναι εξαιρετικός δρομέαςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. α) μτφ. i) αστυνομικός ικανός να ανακαλύπτει και να καταδιώκει εγκληματίες και, γενικά, ενόχους κάθε είδους παρανομίαςii) χαρακτηρισμός για δημοσιογράφο που ανακαλύπτει κάποια είδησηβ) κυνήγι, θήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λακωνικός (κύων) με επίδραση τής λ. λαγός].
Dictionary of Greek. 2013.